υστεροβούλως

υστεροβούλως
και υστερόβουλα Ν
επίρρ. βλ. υστερόβουλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υστερόβουλος — η, ο, Ν αυτός που σκέπτεται ή ενεργεί με υστεροβουλία, ιδιοτελής. επίρρ... υστεροβούλως και υστερόβουλα Ν με υστεροβουλία, με ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό βουλος. Το επίρρ. στον λόγιο τ. ὑστεροβούλως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”